Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
View word page
ἀγός
ἀγός ἄγω a leader, chief, Il., etc.

ShortDef

a leader, chief

Debugging

Headword:
ἀγός
Headword (normalized):
ἀγός
Headword (normalized/stripped):
αγος
IDX:
254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n254
Key:
a)go/s

Data

{'content': 'ἀγός\n ἄγω\n a leader, chief, Il., etc.', 'key': 'a)go/s'}