Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πελεκᾶς
πελεκάω
πελεκίζω
πελεκῖνος
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
View word page
πέλλα
πέλλα Lat. pelvis, a wooden bowl, milk-pail, Il., Theocr.
ShortDef
milk pail, drinking cup
Pella
Debugging
Headword:
πέλλα
Headword (normalized):
πέλλα
Headword (normalized/stripped):
πελλα
IDX:
25371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25399
Key:
pe/lla
Data
{'content': 'πέλλα\n Lat. pelvis, a wooden bowl, milk-pail, Il., Theocr.', 'key': 'pe/lla'}