Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελειοθρέμμων
πελεκᾶς
πελεκάω
πελεκίζω
πελεκῖνος
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
πέλλα
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
πελλός
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
View word page
πελιός
πελιός πελιός, ά, όν πελός livid, Dem.

ShortDef

livid

Debugging

Headword:
πελιός
Headword (normalized):
πελιός
Headword (normalized/stripped):
πελιος
IDX:
25370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25398
Key:
pelio/s

Data

{'content': 'πελιός\n πελιός, ά, όν\n πελός\n livid, Dem.', 'key': 'pelio/s'}