Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελεκᾶς
πελεκάω
πελεκίζω
πελεκῖνος
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
πέλλα
View word page
πελεκᾶς
πελεκᾶς πελεκᾶς, ᾶντος, ὁ, from πελεκάω the woodpecker, as if joiner-bird, Ar.
ShortDef
the woodpecker
Debugging
Headword:
πελεκᾶς
Headword (normalized):
πελεκᾶς
Headword (normalized/stripped):
πελεκας
IDX:
25361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25389
Key:
peleka=s
Data
{'content': 'πελεκᾶς\n πελεκᾶς, ᾶντος, ὁ,\n \n from πελεκάω\n the woodpecker, as if joiner-bird, Ar.', 'key': 'peleka=s'}