Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελεκᾶς
πελεκάω
πελεκίζω
πελεκῖνος
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιδνός
πελιός
View word page
πελειοθρέμμων
πελειοθρέμμων πελειο-θρέμμων, ον, τρέφω dove-nurturing, Aesch.
ShortDef
dove-nurturing
Debugging
Headword:
πελειοθρέμμων
Headword (normalized):
πελειοθρέμμων
Headword (normalized/stripped):
πελειοθρεμμων
IDX:
25360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25388
Key:
peleioqre/mmwn
Data
{'content': 'πελειοθρέμμων\n πελειο-θρέμμων, ον,\n τρέφω\n dove-nurturing, Aesch.', 'key': 'peleioqre/mmwn'}