Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελεκᾶς
πελεκάω
πελεκίζω
πελεκῖνος
πέλεκκον
View word page
πελάτις
πελάτις πελάτις (ᾰ), ιδος, ἡ, fem. of πελάτης, Plut.

ShortDef

fem. of πελάτης

Debugging

Headword:
πελάτις
Headword (normalized):
πελάτις
Headword (normalized/stripped):
πελατις
IDX:
25355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25383
Key:
pela/tis

Data

{'content': 'πελάτις\n πελάτις (ᾰ), ιδος, ἡ,\n fem. of πελάτης, Plut.', 'key': 'pela/tis'}