Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελειοθρέμμων
πελεκᾶς
View word page
Πελασγιῶται
Πελασγιῶται from πελασγός Pelasgiotes (in Thessaly), Strab.:—fem. adj. Πελασγίς, ίδος, Hdt.
ShortDef
Pelasgiotes
Debugging
Headword:
Πελασγιῶται
Headword (normalized):
πελασγιῶται
Headword (normalized/stripped):
πελασγιωται
IDX:
25351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25379
Key:
*pelasgiw=tai
Data
{'content': 'Πελασγιῶται\n from πελασγός\n Pelasgiotes (in Thessaly), Strab.:—fem. adj. Πελασγίς, ίδος, Hdt.', 'key': '*pelasgiw=tai'}