Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελειοθρέμμων
View word page
Πελασγικός
Πελασγικός from Πελασγός Πελασγικός, ή, όν Thessalian, but later for Argive, Eur.:—so Πελάσγιος, η, ον, Aesch., Eur.

ShortDef

Pelasgian

Debugging

Headword:
Πελασγικός
Headword (normalized):
πελασγικός
Headword (normalized/stripped):
πελασγικος
IDX:
25350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25378
Key:
*pelasgiko/s

Data

{'content': 'Πελασγικός\n from Πελασγός\n Πελασγικός, ή, όν\n Thessalian, but later for Argive, Eur.:—so Πελάσγιος, η, ον, Aesch., Eur.', 'key': '*pelasgiko/s'}