Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
View word page
πελαργώδης
πελαργώδης πελαργ-ώδης, ες εἶδος like a stork, Strab.
ShortDef
like a stork
Debugging
Headword:
πελαργώδης
Headword (normalized):
πελαργώδης
Headword (normalized/stripped):
πελαργωδης
IDX:
25349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25377
Key:
pelargw/dhs
Data
{'content': 'πελαργώδης\n πελαργ-ώδης, ες\n εἶδος\n like a stork, Strab.', 'key': 'pelargw/dhs'}