Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
πέλεθρον
πέλεια
View word page
πελαργός
πελαργός πελ-αργός, οῦ, ὁ, the stork, Lat. ciconia, Ar., etc. From πελός, ἀργός, properly, the blackandwhite.
ShortDef
the stork
Debugging
Headword:
πελαργός
Headword (normalized):
πελαργός
Headword (normalized/stripped):
πελαργος
IDX:
25348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25376
Key:
pelargo/s
Data
{'content': 'πελαργός\n πελ-αργός, οῦ, ὁ,\n the stork, Lat. ciconia, Ar., etc.\n From πελός, ἀργός, properly, the blackandwhite.', 'key': 'pelargo/s'}