Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
πέλας
πελάτης
πελάτις
πέλεθος
View word page
πελαργιδεύς
πελαργιδεύς πελαργῐδεύς, έως, ὁ, a young stork, Ar.
ShortDef
a young stork
Debugging
Headword:
πελαργιδεύς
Headword (normalized):
πελαργιδεύς
Headword (normalized/stripped):
πελαργιδευς
IDX:
25346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25374
Key:
pelargideu/s
Data
{'content': 'πελαργιδεύς\n πελαργῐδεύς, έως, ὁ,\n a young stork, Ar.', 'key': 'pelargideu/s'}