Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
Πελασγός
View word page
πέλαγος
πέλαγος .πέλᾰγος, ος, εος, τό, the sea, esp. the high sea, open sea, the main, Lat. pelagus, Hom., etc.; joined with other words denoting sea, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν (cf. aequora ponti), Od.; πόντιον π. or πόντου π., Pind.; ἅλς πελαγία Aesch.; ἅλιον π. Eur.: often of parts of the sea (θάλασσα) , Αἰγαῖον p. Aesch.; ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελιοῦ Thuc. metaph., of any vast quantity, π. κακῶν a "sea of troubles, " Aesch.; π. δύης Aesch.; εἰς τὸ π. τῶν λόγων Plat.; also of great difficulties, Soph.

ShortDef

the sea

Debugging

Headword:
πέλαγος
Headword (normalized):
πέλαγος
Headword (normalized/stripped):
πελαγος
IDX:
25342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25370
Key:
pe/lagos

Data

{'content': 'πέλαγος\n .πέλᾰγος, ος, εος, τό,\n the sea, esp. the high sea, open sea, the main, Lat. pelagus, Hom., etc.; joined with other words denoting sea, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν (cf. aequora ponti), Od.; πόντιον π. or πόντου π., Pind.; ἅλς πελαγία Aesch.; ἅλιον π. Eur.: often of parts of the sea (θάλασσα) , Αἰγαῖον p. Aesch.; ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελιοῦ Thuc.\n metaph., of any vast quantity, π. κακῶν a "sea of troubles, " Aesch.; π. δύης Aesch.; εἰς τὸ π. τῶν λόγων Plat.; also of great difficulties, Soph.', 'key': 'pe/lagos'}