Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
Πελασγιῶται
View word page
πελαγῖτις
πελαγῖτις πελᾰγῖτις, ιδος, fem. adj. of or on the sea, Anth.

ShortDef

of or on the sea

Debugging

Headword:
πελαγῖτις
Headword (normalized):
πελαγῖτις
Headword (normalized/stripped):
πελαγιτις
IDX:
25341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25369
Key:
pelagi=tis

Data

{'content': 'πελαγῖτις\n πελᾰγῖτις, ιδος,\n fem. adj. of or on the sea, Anth.', 'key': 'pelagi=tis'}