Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
πελαργιδεύς
Πελαργικός
πελαργός
πελαργώδης
Πελασγικός
View word page
πελάγιος
πελάγιος πελάγιος, α, ον πέλαγος of the sea, Lat. marinus, Eur.:—of animals, living in the sea, Eur. out at sea, on the open sea, Soph.; of seamen or ships, Thuc., Xen.

ShortDef

of the sea

Debugging

Headword:
πελάγιος
Headword (normalized):
πελάγιος
Headword (normalized/stripped):
πελαγιος
IDX:
25340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25368
Key:
pela/gios

Data

{'content': 'πελάγιος\n πελάγιος, α, ον\n πέλαγος\n \n of the sea, Lat. marinus, Eur.:—of animals, living in the sea, Eur.\n out at sea, on the open sea, Soph.; of seamen or ships, Thuc., Xen.', 'key': 'pela/gios'}