Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελανός
View word page
πειστήρ
πειστήρ πειστήρ, ῆρος, ὁ, = πεῖσμα a rope, Theocr.
ShortDef
a rope
Debugging
Headword:
πειστήρ
Headword (normalized):
πειστήρ
Headword (normalized/stripped):
πειστηρ
IDX:
25335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25363
Key:
peisth/r
Data
{'content': 'πειστήρ\n πειστήρ, ῆρος, ὁ,\n = πεῖσμα\n a rope, Theocr.', 'key': 'peisth/r'}