Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
View word page
πειστήριος
πειστήριος πειστήριος, α, ον = πειστικός persuasive, Eur.

ShortDef

persuasive

Debugging

Headword:
πειστήριος
Headword (normalized):
πειστήριος
Headword (normalized/stripped):
πειστηριος
IDX:
25334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25362
Key:
peisth/rios

Data

{'content': 'πειστήριος\n πειστήριος, α, ον\n = πειστικός\n persuasive, Eur.', 'key': 'peisth/rios'}