Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
πελάζω
View word page
πειστέος
πειστέος πειστέος, ον, verb. adj. of πείθω one must persuade, Plat. (from Pass.) one must obey, Soph., Eur.
ShortDef
one must persuade
Debugging
Headword:
πειστέος
Headword (normalized):
πειστέος
Headword (normalized/stripped):
πειστεος
IDX:
25333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25361
Key:
peiste/os
Data
{'content': 'πειστέος\n πειστέος, ον,\n verb. adj. of πείθω\n one must persuade, Plat.\n (from Pass.) one must obey, Soph., Eur.', 'key': 'peiste/os'}