Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πελαγῖτις
πέλαγος
View word page
πεῖσος
πεῖσος πεῖσος, εος, τό, v. πῖσος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεῖσος
Headword (normalized):
πεῖσος
Headword (normalized/stripped):
πεισος
IDX:
25332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25360
Key:
pei=sos

Data

{'content': 'πεῖσος\n πεῖσος, εος, τό,\n v. πῖσος.', 'key': 'pei=sos'}