Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
View word page
πεῖσμα
πεῖσμα πεῖσμα, ατος, τό, πείθω a shipʼs cable, Od., Aesch.:— generally, a rope, Od. (Properly, that which holds in obedience.)
ShortDef
a ship's cable
persuasion, confidence
Debugging
Headword:
πεῖσμα
Headword (normalized):
πεῖσμα
Headword (normalized/stripped):
πεισμα
IDX:
25330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25358
Key:
pei=sma1
Data
{'content': 'πεῖσμα\n πεῖσμα, ατος, τό,\n πείθω\n a shipʼs cable, Od., Aesch.:— generally, a rope, Od. (Properly, that which holds in obedience.)', 'key': 'pei=sma1'}