Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
View word page
πεισιχάλινος
πεισιχάλινος πεισῐ-χάλῑνος, ον, obeying the rein, Pind.

ShortDef

obeying the rein

Debugging

Headword:
πεισιχάλινος
Headword (normalized):
πεισιχάλινος
Headword (normalized/stripped):
πεισιχαλινος
IDX:
25329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25357
Key:
peisixa/linos

Data

{'content': 'πεισιχάλινος\n πεισῐ-χάλῑνος, ον,\n obeying the rein, Pind.', 'key': 'peisixa/linos'}