Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
πειστικός
πεκτέω
View word page
πεῖσα
πεῖσα poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.

ShortDef

obedience

Debugging

Headword:
πεῖσα
Headword (normalized):
πεῖσα
Headword (normalized/stripped):
πεισα
IDX:
25327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25355
Key:
pei=sa

Data

{'content': 'πεῖσα\n poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.', 'key': 'pei=sa'}