Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
πειστέος
πειστήριος
πειστήρ
View word page
πείρινς
πείρινς πείρινς, ινθος, ἡ, a wicker-basket fixed upon the ἅμαξα or carriage, being in fact the body of the cart, Hom.
ShortDef
a wicker-basket
Debugging
Headword:
πείρινς
Headword (normalized):
πείρινς
Headword (normalized/stripped):
πειρινς
IDX:
25325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25353
Key:
pei/rins
Data
{'content': 'πείρινς\n πείρινς, ινθος, ἡ,\n a wicker-basket fixed upon the ἅμαξα or carriage, being in fact the body of the cart, Hom.', 'key': 'pei/rins'}