Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
πεῖσος
View word page
πειρατικός
πειρατικός from πειρᾱτής πειρᾱτικός, ή, όν piratical, Plut.: τὰ π. gangs of pirates, Strab.

ShortDef

piratical

Debugging

Headword:
πειρατικός
Headword (normalized):
πειρατικός
Headword (normalized/stripped):
πειρατικος
IDX:
25322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25350
Key:
peiratiko/s

Data

{'content': 'πειρατικός\n from πειρᾱτής\n πειρᾱτικός, ή, όν\n piratical, Plut.: τὰ π. gangs of pirates, Strab.', 'key': 'peiratiko/s'}