Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
πεισμονή
View word page
πειρατής
πειρατής πειρᾱτής, οῦ, ὁ, πειράω a pirate, Lat. pirata, i. e. one who attacks ships, Polyb., Plut.

ShortDef

a pirate

Debugging

Headword:
πειρατής
Headword (normalized):
πειρατής
Headword (normalized/stripped):
πειρατης
IDX:
25321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25349
Key:
peirath/s

Data

{'content': 'πειρατής\n πειρᾱτής, οῦ, ὁ,\n πειράω\n a pirate, Lat. pirata, i. e. one who attacks ships, Polyb., Plut.', 'key': 'peirath/s'}