Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
πεῖσμα
View word page
πειρατήριον
πειρατήριον = πεῖρα φόνια πειρατήρια the murderous ordeal, Eur. a pirateʼs nest, Strab., Plut. from πειρᾱτής
ShortDef
ordeal
Debugging
Headword:
πειρατήριον
Headword (normalized):
πειρατήριον
Headword (normalized/stripped):
πειρατηριον
IDX:
25320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25348
Key:
peirath/rion
Data
{'content': 'πειρατήριον\n = πεῖρα\n φόνια πειρατήρια the murderous ordeal, Eur.\n a pirateʼs nest, Strab., Plut.\n from πειρᾱτής', 'key': 'peirath/rion'}