Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πεισίβροτος
πεισιχάλινος
View word page
πειρατεύω
πειρατεύω πειρᾱτεύω, πειρατής to be a pirate, Strab.

ShortDef

to be a pirate

Debugging

Headword:
πειρατεύω
Headword (normalized):
πειρατεύω
Headword (normalized/stripped):
πειρατευω
IDX:
25319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25347
Key:
peirateu/w

Data

{'content': 'πειρατεύω\n πειρᾱτεύω,\n πειρατής\n to be a pirate, Strab.', 'key': 'peirateu/w'}