Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
View word page
πειραστικός
πειραστικός πειραστικός, ή, όν πειράζω tentative, Arist.

ShortDef

tentative

Debugging

Headword:
πειραστικός
Headword (normalized):
πειραστικός
Headword (normalized/stripped):
πειραστικος
IDX:
25317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25345
Key:
peirastiko/s

Data

{'content': 'πειραστικός\n πειραστικός, ή, όν\n πειράζω\n tentative, Arist.', 'key': 'peirastiko/s'}