Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
View word page
πειρασμός
πειρασμός πειρασμός, οῦ, ὁ, πειράζω trial, temptation, NTest.
ShortDef
trial, temptation
Debugging
Headword:
πειρασμός
Headword (normalized):
πειρασμός
Headword (normalized/stripped):
πειρασμος
IDX:
25316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25344
Key:
peirasmo/s
Data
{'content': 'πειρασμός\n πειρασμός, οῦ, ὁ,\n πειράζω\n trial, temptation, NTest.', 'key': 'peirasmo/s'}