Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
πειρατικός
View word page
πειραϊκός
πειραϊκός , ή, όν over the border, γῆ π. border- country, the march, Thuc.
ShortDef
of the Peiraeus
over the border
Debugging
Headword:
πειραϊκός
Headword (normalized):
πειραϊκός
Headword (normalized/stripped):
πειραικος
IDX:
25312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25340
Key:
peiraiko/s
Data
{'content': 'πειραϊκός\n , ή, όν\n over the border, γῆ π. border- country, the march, Thuc.', 'key': 'peiraiko/s'}