Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖρα
πεῖραρ
πειρασμός
πειραστικός
πειρατέος
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατής
View word page
Πειραιεύς
Πειραιεύς Πειραιεύς, or Πειρᾱεύς, έως, ὁ, Peiraeeus, the most noted harbour of Athens; gen. Πειραιέως, Attic Πειραιῶς, dat. Πειραιεῖ, acc. Πειραιᾶ, Ionic Πειραιέα.— adj. Πειραϊκός, ή, όν, Plut.

ShortDef

Peiraeus

Debugging

Headword:
Πειραιεύς
Headword (normalized):
πειραιεύς
Headword (normalized/stripped):
πειραιευς
IDX:
25311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25339
Key:
*peiraieu/s

Data

{'content': 'Πειραιεύς\n Πειραιεύς, or Πειρᾱεύς, έως, ὁ,\n Peiraeeus, the most noted harbour of Athens; gen. Πειραιέως, Attic Πειραιῶς, dat. Πειραιεῖ, acc. Πειραιᾶ, Ionic Πειραιέα.— adj. Πειραϊκός, ή, όν, Plut.', 'key': '*peiraieu/s'}