πειναλέος
πειναλέος
from πεῖνα
πεινᾰλέος, η, ον,
also ος, ον, hungry, Anth.; π. πίνακες empty dishes, Anth.
{
"content": "πειναλέος\n from πεῖνα\n πεινᾰλέος, η, ον,\n also ος, ον, hungry, Anth.; π. πίνακες empty dishes, Anth.",
"key": "peinale/os"
}