Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
View word page
πείθαρχος
πείθαρχος πείθ-αρχος, ον, ἀρχή obedient, Aesch.
ShortDef
obedient
Debugging
Headword:
πείθαρχος
Headword (normalized):
πείθαρχος
Headword (normalized/stripped):
πειθαρχος
IDX:
25303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25331
Key:
pei/qarxos
Data
{'content': 'πείθαρχος\n πείθ-αρχος, ον,\n ἀρχή\n obedient, Aesch.', 'key': 'pei/qarxos'}