Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
View word page
πειθαρχικός
πειθαρχικός πειθαρχικός, ή, όν obeying readily, Arist.
ShortDef
obeying readily
Debugging
Headword:
πειθαρχικός
Headword (normalized):
πειθαρχικός
Headword (normalized/stripped):
πειθαρχικος
IDX:
25302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25330
Key:
peiqarxiko/s
Data
{'content': 'πειθαρχικός\n πειθαρχικός, ή, όν\n obeying readily, Arist.', 'key': 'peiqarxiko/s'}