Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνατος
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρίβω
ἀνατροπή
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
ἀναύδητος
ἄναυδος
ἄναυλος
Ἄναυρος
View word page
ἀνάτρησις
ἀνάτρησις ἀνά, τετραίνω a trepanning, Plut.
ShortDef
a trepanning
Debugging
Headword:
ἀνάτρησις
Headword (normalized):
ἀνάτρησις
Headword (normalized/stripped):
ανατρησις
IDX:
2532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2533
Key:
a)na/trhsis
Data
{'content': 'ἀνάτρησις\n ἀνά, τετραίνω\n a trepanning, Plut.', 'key': 'a)na/trhsis'}