Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
πειράζω
View word page
πειθαρχέω
πειθαρχέω πειθαρχέω, fut. -ήσω to obey one in authority, c. dat., π. πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Ar.: absol. to be obedient, Arist.:—so in Mid., Hdt.
ShortDef
to obey one in authority
Debugging
Headword:
πειθαρχέω
Headword (normalized):
πειθαρχέω
Headword (normalized/stripped):
πειθαρχεω
IDX:
25300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25328
Key:
peiqarxe/w
Data
{'content': 'πειθαρχέω\n πειθαρχέω,\n fut. -ήσω\n to obey one in authority, c. dat., π. πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Ar.: absol. to be obedient, Arist.:—so in Mid., Hdt.', 'key': 'peiqarxe/w'}