Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
πειναλέος
πεῖνα
πεινάω
View word page
πειθάνωρ
πειθάνωρ πειθ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ, obeying men, obedient, Aesch.
ShortDef
obeying men, obedient
Debugging
Headword:
πειθάνωρ
Headword (normalized):
πειθάνωρ
Headword (normalized/stripped):
πειθανωρ
IDX:
25299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25327
Key:
peiqa/nwr
Data
{'content': 'πειθάνωρ\n πειθ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n obeying men, obedient, Aesch.', 'key': 'peiqa/nwr'}