πεζοπόρος
πεζοπόρος
πεζο-πόρος, ον,
going by land, Anth.; ναύτης ἠπείρου π. πελάγους, of Xerxes, Anth.
{ "content": "πεζοπόρος\n πεζο-πόρος, ον,\n going by land, Anth.; ναύτης ἠπείρου π. πελάγους, of Xerxes, Anth.", "key": "pezopo/ros" }