Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
πείθω
View word page
πεζοπορέω
πεζοπορέω πεζο-πορέω, to go on foot, Xen. to go by land, to march, Polyb. from πεζοπόρος

ShortDef

to go on foot

Debugging

Headword:
πεζοπορέω
Headword (normalized):
πεζοπορέω
Headword (normalized/stripped):
πεζοπορεω
IDX:
25296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25324
Key:
pezopore/w

Data

{'content': 'πεζοπορέω\n πεζο-πορέω,\n to go on foot, Xen.\n to go by land, to march, Polyb.\n from πεζοπόρος', 'key': 'pezopore/w'}