Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
πειθώ
View word page
πεζονόμος
πεζονόμος πεζο-νόμος, ον, νέμω commanding by land, Aesch.
ShortDef
commanding by land
Debugging
Headword:
πεζονόμος
Headword (normalized):
πεζονόμος
Headword (normalized/stripped):
πεζονομος
IDX:
25295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25323
Key:
pezono/mos
Data
{'content': 'πεζονόμος\n πεζο-νόμος, ον,\n νέμω\n commanding by land, Aesch.', 'key': 'pezono/mos'}