Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθός
View word page
πεζομάχος
πεζομάχος πεζο-μάχος (ᾰ), ον, μάχομαι fighting on foot, Luc. fighting as a soldier, opp. to ναυμάχος, Plut.

ShortDef

fighting on foot

Debugging

Headword:
πεζομάχος
Headword (normalized):
πεζομάχος
Headword (normalized/stripped):
πεζομαχος
IDX:
25294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25322
Key:
pezoma/xos

Data

{'content': 'πεζομάχος\n πεζο-μάχος (ᾰ), ον,\n μάχομαι\n fighting on foot, Luc.\n fighting as a soldier, opp. to ναυμάχος, Plut.', 'key': 'pezoma/xos'}