Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπόρος
πεζός
πειθάνωρ
View word page
πεζοβατέω
πεζοβατέω πεζο-βᾰτέω, fut. -ήσω to walk over, Anth.

ShortDef

to walk over

Debugging

Headword:
πεζοβατέω
Headword (normalized):
πεζοβατέω
Headword (normalized/stripped):
πεζοβατεω
IDX:
25289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25317
Key:
pezobate/w

Data

{'content': 'πεζοβατέω\n πεζο-βᾰτέω,\n fut. -ήσω\n to walk over, Anth.', 'key': 'pezobate/w'}