Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
πεζομαχία
πεζομάχος
View word page
πέζαρχος
πέζαρχος πέζ-αρχος, ὁ, a leader of foot, Xen.
ShortDef
a leader of foot
Debugging
Headword:
πέζαρχος
Headword (normalized):
πέζαρχος
Headword (normalized/stripped):
πεζαρχος
IDX:
25284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25312
Key:
pe/zarxos
Data
{'content': 'πέζαρχος\n πέζ-αρχος, ὁ,\n a leader of foot, Xen.', 'key': 'pe/zarxos'}