Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
πεζομάχης
View word page
πεδώρυχος
πεδώρυχος πεδ-ώρῠχος, ον, ὀρύσσω digging the soil, Anth.

ShortDef

digging the soil

Debugging

Headword:
πεδώρυχος
Headword (normalized):
πεδώρυχος
Headword (normalized/stripped):
πεδωρυχος
IDX:
25282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25310
Key:
pedw/ruxos

Data

{'content': 'πεδώρυχος\n πεδ-ώρῠχος, ον,\n ὀρύσσω\n digging the soil, Anth.', 'key': 'pedw/ruxos'}