Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζομαχέω
View word page
πεδοστιβής
πεδοστιβής πεδο-στῐβής, ές στιβεῖν earth-treading, Eur.:— on foot, opp. to ἱππηλάτης, Aesch.
ShortDef
earth-treading
Debugging
Headword:
πεδοστιβής
Headword (normalized):
πεδοστιβής
Headword (normalized/stripped):
πεδοστιβης
IDX:
25281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25309
Key:
pedostibh/s
Data
{'content': 'πεδοστιβής\n πεδο-στῐβής, ές\n στιβεῖν\n earth-treading, Eur.:— on foot, opp. to ἱππηλάτης, Aesch.', 'key': 'pedostibh/s'}