Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
πεζικός
View word page
πεδοκοίτης
πεδοκοίτης πεδο-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη lying on the ground, Anth.

ShortDef

lying on the ground

Debugging

Headword:
πεδοκοίτης
Headword (normalized):
πεδοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
πεδοκοιτης
IDX:
25278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25306
Key:
pedokoi/ths

Data

{'content': 'πεδοκοίτης\n πεδο-κοίτης, ου, ὁ,\n κοίτη\n lying on the ground, Anth.', 'key': 'pedokoi/ths'}