Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζεύω
View word page
πέδοι
πέδοι on the ground, on earth, Aesch.
ShortDef
on the ground, on earth
Debugging
Headword:
πέδοι
Headword (normalized):
πέδοι
Headword (normalized/stripped):
πεδοι
IDX:
25277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25305
Key:
pe/doi
Data
{'content': 'πέδοι\n on the ground, on earth, Aesch.', 'key': 'pe/doi'}