Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
πέζαρχος
πεζέμπορος
View word page
πεδοβάμων
πεδοβάμων πεδο-βά_μων, ον, βαίνω earth-walking, Aesch.
ShortDef
earth-walking
Debugging
Headword:
πεδοβάμων
Headword (normalized):
πεδοβάμων
Headword (normalized/stripped):
πεδοβαμων
IDX:
25275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25303
Key:
pedoba/mwn
Data
{'content': 'πεδοβάμων\n πεδο-βά_μων, ον,\n βαίνω\n earth-walking, Aesch.', 'key': 'pedoba/mwn'}