Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
πεδώρυχος
πέζα
View word page
πεδιονόμος
πεδιονόμος πεδιο-νόμος, ον, νέμομαι dwelling in plains, π. θεοί gods of the country, Aesch.

ShortDef

dwelling in plains

Debugging

Headword:
πεδιονόμος
Headword (normalized):
πεδιονόμος
Headword (normalized/stripped):
πεδιονομος
IDX:
25273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25301
Key:
pediono/mos

Data

{'content': 'πεδιονόμος\n πεδιο-νόμος, ον,\n νέμομαι\n dwelling in plains, π. θεοί gods of the country, Aesch.', 'key': 'pediono/mos'}