Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
View word page
ἀγορῆφι
ἀγορῆφι in the Assembly, Hes.

ShortDef

in the Assembly

Debugging

Headword:
ἀγορῆφι
Headword (normalized):
ἀγορῆφι
Headword (normalized/stripped):
αγορηφι
IDX:
253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n253
Key:
a)gorh=fi

Data

{'content': 'ἀγορῆφι\n in the Assembly, Hes.', 'key': 'a)gorh=fi'}