Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
πέδον
πεδοστιβής
View word page
πεδινός
πεδινός πεδῐνός, ή, όν πεδίον flat, level, Hdt.: comp. πεδινώτερος Plat. of or on the plain, Xen.

ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
πεδινός
Headword (normalized):
πεδινός
Headword (normalized/stripped):
πεδινος
IDX:
25271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25299
Key:
pedino/s

Data

{'content': 'πεδινός\n πεδῐνός, ή, όν\n πεδίον\n flat, level, Hdt.: comp. πεδινώτερος Plat.\n of or on the plain, Xen.', 'key': 'pedino/s'}